Ιστορία εμπνευσμένη από το Songstory challenge
Μιχάλης Γεωργοστάθης
Τραγούδι-Έμπνευση: Έχω πρόβλημα υγείας, Ερμηνευτής: Ηλίας Ψινάκης
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου, Μουσική: Δημήτρης Κοντόπουλος
Τελευταίες μέρες
Η ανάσα του έβγαινε κοφτή, όσο ανέβαινε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια.
Πώς κατέληξα έτσι, μονολόγησε, κάποτε ανέβαινα αυτά τα σκαλιά τρία τρία με την κάθε δρασκελιά.
Σταμάτησε για λίγο και στηρίχθηκε με την πλάτη στον τοίχο, προσπαθώντας να ξαποστάσει λίγο. Με το μανίκι του πορφυρού του χιτώνα σκούπισε τον ιδρώτα που κάλυπτε το μέτωπό του. Κάποτε θα τον είχα ατσάκιγο, σκέφτηκε κοιτώντας το μουσκεμένο ρούχο του. Τώρα όμως δεν είναι σε καλύτερη κατάσταση από ένα σφουγγαρόπανο… Εδώ κατάληξε ο Έργκοθ ο Φύλακας…
Μόλις ένιωσε την ανάσα του να επιστρέφει, τον χτύπο της καρδιάς του να σταματήσει να του βομβαρδίζει τα τύμπανα των αφτιών, συνέχισε την ανάβαση. Ήξερε ότι έπρεπε να κάτσει να ξαποστάσει περισσότερο, όμως δεν είχε το χρόνο. Η επόμενη επίθεση μπορεί να ξεκινούσε από στιγμή σε στιγμή και έπρεπε να ολοκληρώσει την ανάβαση πριν γίνει αυτό.
Με έχουν κουράσει οι συνεχείς μάχες, μονολόγησε, ήξερε όμως ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Δεν ήταν οι μάχες με τους Λάρκας που τον είχαν εξαντλήσει. Ήταν τα χρόνια που τον βάραιναν, που έκαναν την καρδιά του να ζορίζεται ακόμα και στα πιο απλά πράγματα. Και που δεν ήξερε πόσο ακόμα θα άντεχε.
Με πόδια βαριά σα μολύβι έφτασε στην κορυφή της σκάλας και από εκεί μπήκε στο δωμάτιο επικοινωνιών της βίγλας. Το δωμάτιο, όπως και το υπόλοιπο κτίσμα, ήταν αυστηρό με ελάχιστες διακοσμήσεις, μοναχά ένα ξύλινο τραπέζι πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένος ο κρύσταλλος Λ’Κράν. Αντίκρυ του κρεμόταν το λάβαρο του φυλακίου, ένα πορφυρό πανί με ένα μαχαίρι που διαπερνούσε έναν πράσινο πλανήτη.
Ο Έργκοθ στάθηκε ανάμεσα στον κρύσταλλο και το λάβαρο και τον ενεργοποίησε. Η επιφάνεια του κρυστάλλου θάμπωσε για μία στιγμή, καθώς η αντανάκλαση του γέρου βιγλάτορα μεταμορφώθηκε στο πρόσωπο του Σένρον του Δίκαιου, που στεκόταν στο δωμάτιο σχεδιασμού του Συμβουλίου.
Ο μάγος με τον χρυσό χιτώνα χαιρέτησε τον βιγλάτορα. Πίσω του διακρίνονταν ξεκάθαρα τα πλουμιστά λάβαρα και τον πολυτελή διάκοσμο. Η Αυτοκρατορία ήξερε πού έπρεπε να επιδείξει τον πλούτο και τη δύναμή της και πού η αποτελεσματικότητα του στρατού έπρεπε να έχει προτεραιότητα. Μπορεί το φυλάκιο στο οποίο βρισκόταν τώρα να έμοιαζε φτωχικό, οι άμυνές του όμως είχαν αντέξει το σφυροκόπημα των τελευταίων σαράντα ημερών.
“Πώς είναι η κατάσταση στο μέτωπο, βιγλάτορα;” ρώτησε κοφτά ο Σένρον. Ο Έργκοθ ήξερε από παλιά τον άντρα. Ήταν νεότερός του, είχε μπει στην Ακαδημία όταν εκείνος αποφοιτούσε, και από τότε φαινόταν πόσο αποτελεσματικός και αμερόληπτος ήταν. Κάτι στον τόνο του άντρα όμως του έλεγε ότι η πορεία του πολέμου είχε αρχίσει να τον καταβάλλει.
“Χρειάζομαι άμεσα ενισχύσεις”, είπε δίχως καμία άλλη τυπικότητα ο Έργκοθ.
“Ράγισε η ασπίδα;” αποκρίθηκε αμέσως ο Σένρον. Αν και η φωνή του έμεινε ουδέτερη, την έκφρασή του σκίασε ένα ίχνος ανησυχίας.
“Η ασπίδα κρατάει”, απάντησε ο Έργκοθ. Εγώ είμαι που ραγίζω, συμπλήρωσε από μέσα του, δεν ήθελε όμως να το πει δυνατά. “Όμως τα τρόφιμα τελειώνουν και-” έπνιξε έναν λυγμό και συνέχισε “και οι άποικοι δε θα τα καταφέρουν”.
Ο Σένρον έμεινε για λίγο αμίλητος. Κάνει υπολογισμούς, συνειδητοποίησε ο Έργκοθ και ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει ξανά στο μέτωπό του. Δεν ήταν όμως ιδρώτας κούρασης, ήταν κρύος, ιδρώτας αγωνίας καθώς συνειδητοποιούσε τι διαταγή μπορεί να του έδινε το συμβούλιο.
“Θα πρέπει να αντέξεις”, είπε τελικά ο Σένρον. “Αυτή τη στιγμή ο πόλεμος συνεχίζεται αμείλικτος. Και δεν πάει καλά”, συμπλήρωσε.”Δεκάδες αποικίες έχουν καταρρεύσει. Τα φυλάκιά τους έχουν πέσει. Και οι Σήραγγες αιμορραγούν από την επίθεση των Λάρκας. Χρειαζόμαστε να κρατήσεις το φυλάκιο μέχρι τελευταία στιγμή, όσο τους απασχολείς εσύ, μία από τις ορδές τους μένουν μακριά από την Έδρα”.
“Κατανοητό”, ψέλλισε ο Έργκοθ και έκανε να διακόψει τη σύνδεση. Όμως την τελευταία στιγμή την κράτησε ανοιχτή.
“Έχεις να πεις κάτι άλλο, Βιγλάτορα;” τον ρώτησε ο Σένρον.
“Όχι”, αποκρίθηκε αμέσως ο Έργκοθ.
Ο κρύσταλλος απέναντί του σκοτείνιασε. Ο φύλακας έμεινε μόνος στο δωμάτιο. “Δεν ξέρω αν μπορώ να κρατήσω”, μονολόγησε.
—
“Η βοήθεια θα έρθει σύντομα”, είπε ο Έργκοθ στους συγκεντρωμένους ανθρώπους. “Πρέπει απλά να κάνουμε υπομονή”.
“Το φαγητό τελειώνει”, του είπε η Μαλίνα και αρκετοί από τους υπόλοιπους πρόσφυγες συμφώνησαν μαζί της.
Ο Έργκοθ κοίταξε σιωπηλός τη γυναίκα. Είχε αναλάβει από νωρίς να οργανώσει τους αμάχους. “Πρέπει να κάνετε υπομονή”, της είπε, “μειώστε λίγο τις μερίδες. Η βοήθεια έρχεται”.
“Τις έχουμε ήδη μειώσει στο μισό”, διαμαρτυρήθηκε μία άλλη γυναίκα. Ο Φύλακας δε θυμόταν το όνομά της. “Πόσο ακόμα να αντέξουμε;”
“Λίγο ακόμα”, της είπε ο Έργκοθ και απέφυγε το βλέμμα της.
Δεν ήξερε τι άλλο να τους πει. Πίσω στην Έδρα, οι αποικιστές της Αυτοκρατορίας τους είχαν υποσχεθεί ένα λαμπρό μέλλον σε μία νέα αποικία, σε έναν καταπράσινο πλανήτη τρία Πεδία μακριά από το δικό τους. Ένα μέλλον όπου θα καλλιεργούσαν εύφορα εδάφη για να θρέψουν την Έδρα και τις Αποικίες-Ορυχεία και Εργοστάσια. Ένα μέλλον όπου οι Φύλακες θα τους προστάτευαν από τους κινδύνους.
Κανείς δεν τους είχε προειδοποιήσει για τους Λάρκας. Κανείς δεν τους είχε πει για τη φυλή με τα μπλε δέρματα που πολεμούσε την Αυτοκρατορία σε ολόκληρο το πολυσύμπαν.
Αλλά από την άλλη, κανένας δεν περίμενε ότι αυτοί οι άγριοι θα ξεχύνονταν ταυτόχρονα σε όλα τα μέτωπα και με τέτοιους αριθμούς που θα συνέτριβαν κάθε αντίσταση.
Την αμήχανη σιωπή του τη διέκοψε ο οξύς ήχος του συναγερμού. Οι άγριοι ξαναπερνούσαν στην επίθεση. Και έπρεπε να πάει να τους πολεμήσει.
—
Η ασπίδα ήταν φτιαγμένη από καθαρή ενέργεια, την ίδια ενέργεια που δημιουργούσε τα τοιχώματα από τις Σήραγγες,τους δρόμους ανάμεσα στην Έδρα και τους κόσμους. Σχεδόν τίποτα δε μπορούσε να τη σπάσει, παρεκτός αν οι Λάρκας μάζευαν όλη τους τη μαγική δύναμη σε ένα σημείο. Για αυτό και επιτήθονταν οργανωμένα μαζεύοντας τη δύναμη όλων των μάγων τους, πνίγοντας την ασπίδα με τον όγκο των κορμιών τους, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να τη σπάσουν.
Και για αυτό έπρεπε να βγαίνει να τους πολεμήσει όποτε το προσπαθούσαν.
Όταν η πολιορκία ξεκίνησε δεν ήταν μόνος του. Ήταν μία ολόκληρη διμοιρία από φύλακες, αυτός και τέσσερις ακόμα. Αλλά οι υπόλοιποι είχαν χαθεί. Η Σεμίρα, ο Λάγκαν ο γελαστός, ο Φένιρ και η μικρή τους, η Νάαλα. Τους είχαν εξοντώσει οι πολιορκητές, επιδεικνύοντας μία πανουργία που ο Έργκον δεν περίμενε, κάνοντας εικονικές επιθέσεις που μόνο στόχο είχαν να εξοντώσουν τους φύλακες. Και σύντομα, το ήξερε, θα χανόταν και ο ίδιος.
Είτε από κάποιο κόλπο των επιτηθέμενων ή επειδή η καρδιά του θα άντεχε. Μόλις είχε φτάσει στην πολεμίστρα του και η καρδιά του ήδη πονούσε από την κόπωση.
Κάνε να αντέξω και σήμερα, ψιθύρισε, καθώς σκεφτόταν τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά που προστάτευε.
Το βλέμμα του στράφηκε προς τα κάτω, διέσχιζε τη μπλε θάλασσα από τα κορμιά των Λάρκας.
Κάπου εκεί μέσα κρύβονται οι μάγοι τους, σκέφτηκε, αλλά του ήταν αδύνατο να τους διακρίνει ανάμεσα στα στίφη των κορμιών. Οι μάγοι των Λάρκας δεν έφταναν σε καμία περίπτωση τη δύναμη των αυτοκρατορικών. Τα ταλέντα τους στη διαχείριση της Δίνης ήταν πολύ υποδεέστερα και δεν είχαν μάθει πώς να χρησιμοποιούν τα πετράδια ως αγωγούς της. Σε αντίθεση με τον βιγλάτορα, που τα πετράδια του ήταν πλέον κομμάτι από το κορμί του.
Ο Έργκοθ εστιάσε σε ένα από αυτά, το πράσινο, μακρόστενο πετράδι που είχε δεμένο στο δεξί του καρπό. Αόρατα νήματα ενέργειας διαπέρασαν το τείχος ανάμεσα στους κόσμους και άρχισαν να υφαίνονται σε μία σφαίρα γύρω από αυτό. Όταν πια ο φύλακας ένιωσε ότι ήταν έτοιμος, έσπασε τη συγκέντρωσή του και εκτόξευσε την ενέργεια που είχε συγκεντρωθεί προς το πεδίο της μάχης.
Δεν σημάδεψε κάπου συγκεκριμένα, δεν είχε ιδέα που μπορεί να κρύβονταν οι μάγοι του εχθρού. Το πέταξε τυχαία, σε ένα σημείο που πίστευε ότι ήταν συγκεντρωμένος μεγάλος όγκος από Λάρκας. Η ενέργεια άρχισε να αποκτά υπόσταση στον κόσμο τους, να μετατρέπεται σε μία λαμπερή πράσινη σφαίρα φωτιάς. Έπεσε μέσα στη μέση της στρατιάς και αμέσως ανατινάχθηκε, δημιουργώντας μία τεράστια έκρηξη φωτιάς. Από τη θέση του, ψηλά πάνω από το πεδίο της μάχης, δεν είδε τα κορμιά των εισβολέων να εξαϋλώνονται από τη ζέστη. Όταν η φωτιά έσβησε, στο σημείο εκείνο είχε μείνει μοναχά ένας κρατήρας που θα μπορούσε να χωρέσει μερικές εκατοντάδες πολεμιστές.
Μία σταγόνα ανάμεσα στα μιλούνια που τους πολιορκούσαν.
Ο Έργκοθ δεν ένιωθε κουρασμένος όταν πολεμούσε. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ στις ενέργειες της Δίνης που τέτοιες επιθέσεις δεν τον κούραζαν πλέον. Το επόμενο πετράδι που ενεργοποίησε άνοιξε μία τρύπα στη Δίνη και τράβηξε ενέργεια από αυτή. Μόνο πως, αυτή τη φορά, δε συγκεντρώθηκε γύρω από το χέρι του, αντίθετα ξεχύθηκε στον αέρα και άρχισε να πέφτει πάνω στους Λάρκας σαν πύρινη βροχή.
Η στρατιά των Λάρκας άρχισε να διαλύεται, καθώς η φωτιά έπεφτε πάνω τους, αλλά η πίεση στην ασπίδα δε μειώθηκε. Όχι ότι το περίμενε αυτό ο Έργκοθ. Αντίθετα, το ένστικτό του, ακονισμένο από δεκαετίες μαχών, τον προειδοποίησε. Αμέσως ενεργοποίησε το πετράδι της ασπίδας του. Η Δίνη στερεοποιήθηκε γύρω του, στιγμές πριν τον χτυπήσουν δεκάδες ακτίνες από μοβ φλόγα.
Πριν ακόμα απενεργοποιήσει την ασπίδα είχε τραβήξει μία σειρά από βέλη και τα έστειλε προς τα σημεία από τα οποία είχαν πεταχτεί οι ακτίνες. Φτάνοντας εκεί, ανατινάχτηκαν αφήνοντας πίσω τους κρατήρες και διαλυμένα κορμιά. Λίγο μετά η επίθεση καταλάγιασε, οι ορδές των Λάρκας άρχισαν να υποχωρούν.
Έστειλε και μερικές ακόμα βολές προς το μέρος τους, χωρίς να ελπίζει ότι θα κατάφερνε κάτι. Το έκανε μόνο και μόνο γιατί μετά βίας ένιωθε τα πόδια του, ο σφυγμός του τον χτυπούσε στο κρανίο του. Ήξερε ότι, αν προσπαθούσε να επιστρέψει μέσα στο φυλάκιο, θα έπεφτε λιπόθυμος.
—
“Το φυλάκιό σου πρέπει να αντέξει!” του είπε ο Σένρον. “Δεν έχουμε άλλη επιλογή. Δε μας περισσεύουν άντρες για να σου στείλουμε ενισχύσεις”. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο, η φωνή του ξεχείλιζε αγανάκτηση. Ο Έργκοθ καταλάβαινε ότι ο πόλεμος δεν πήγαινε καθόλου καλά.
“Μάλιστα”, έκανε ο Έργκοθ, συνηθισμένος να υπακούει σε διαταγές.
Ο Σένρον τον κοίταξε σιωπηλός. “Έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις;” τον ρώτησε.
“Το φρούριο θα αντέξει”, έκανε ο Φύλακας. “Δεν ξέρω όμως αν θα αντέξω εγώ,” παραδέχτηκε μετά από μία σύντομη διακοπή.
Ο Σένρον τον κοίταξε σιωπηλός. Έμοιαζε να σκέφτεται κάτι.
“Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα;”
“Η καρδιά μου”, παραδέχτηκε ντροπιασμένος, “δεν αντέχει άλλο.”
“Καταλαβαίνω,” έκανε ο άλλος άντρας.
“Είμαι γέρος πια,” συνέχισε ο Έργκοθ. Το βλέμμα του θάμπωσε από δάκρυα που έπνιγε μέρες και μέρες τώρα. “Δε μπορώ να προστατέψω όλους αυτούς τους ανθρώπους που ορκίστηκα να προστατέψω. Και εσείς, πίσω στην Έδρα δε νοιάζεστε καν!”
Ο Σένρον τον άκουγε σιωπηλός. “Υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε. Δεν μπορούμε να στείλουμε ενισχύσεις. Αλλά θα φροντίσουμε να εκκενώσουμε το φυλάκιο”.
—
Δύο μέρες μετά το σχέδιο ήταν έτοιμο να μπει σε εφαρμογή. Ο Έργκοθ έπρεπε να ρίξει την ασπίδα. Η Σήραγγα θα άνοιγε για να φύγουν οι άποικοι. Αυτός έπρεπε να είναι στην πολεμίστρα του, να τους καλύψει από την επίθεση των Λάρκας.
Μόλις έφτασε στην κορυφή της σκάλας ένιωσε να τον τυλίγει μία σκοτοδίνη. Η καρδιά του χτυπούσε αργά και δυνατά, κάθε χτύπος όλο και πιο επίμονος, σαν ταξιδιώτης που χτυπάει την κλειστή πόρτα ενός πανδοχείου καθώς τον πλησιάζει χιονοθύελλα.
Τα πόδια του ίσα που τον βαστούσαν, έτρεμαν. Ένιωθε πώς, οποιαδήποτε στιγμή, θα μπορούσε να πέσει κάτω. Πίεσε όμως τον εαυτό του να βγει στην πολεμίστρα του, να δώσει την ύστατη μάχη. Το χρωστούσε στις εκατό ψυχές που προστάτευε, στους εκατό ανθρώπους που, ένα βράδυ, είδαν την γαλαζόδερμη ορδή να εφορμά ανάμεσα στα σπίτια τους και να σφάζει γείτονες, φίλους, συγγενείς. Έπρεπε να τους προστατέψει από μία νέα σφαγή.
Είχε φροντίσει να φορτίσει τα πετράδια του από πριν. Αυτή τη φορά δε θα αντιδρούσε σε μία επίθεση, θα έκανε αυτός την αρχή, πριν οι πολιορκητές αντιληφθούν ότι οι ασπίδες θα έπεφταν.
Ένιωθε όμως την ενέργεια αυτή να τον βαραίνει, να τον κουράζει, κάτι που είχε να του συμβεί για πολλά χρόνια. Την ένιωθε να βαραίνει το νου του, καθώς δυσκολευόταν να πάρει ανάσα.
Στάθηκε στην πολεμίστρα και αντίκρισε τους πολιορκητές. Η θάλασσα των Λάρκας εκτεινόταν μέχρι το εκεί που έφτανε το μάτι του. Πρέπει να ήταν μερικά εκατομμύρια. Αν τόσοι πολλοί μπορούσαν να μαζευτούν για ένα απλό φυλάκιο, δεν ήθελε να ξέρει πόσοι πολλοί Λάρκας πολιορκούσαν την Έδρα και τις μεγαλύτερες αποικίες.
Λίγο αφότου έφτασε, ένιωσε στο πίσω μέρος του κεφαλιού του την πίεση από την πύλη που προσπαθούσε να ανοίξει. Είχε μαζί του το πετράδι που έλεγχε την ασπίδα και, αμέσως, την κατέβασε.
Με την άκρη του ενός του ματιού, είδε ένα χώρισμα να ανοίγει στη μέση του φυλακίου και μία διμοιρία από Φύλακες να πετάγεται από εκεί και να βοηθάει τους πρόσφυγες να μπουν μέσα. Με την άλλη άκρη του ματιού του είδε τη θάλασσα από τους Λάρκας να αναδεύεται, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι η ενεργειακή ασπίδα της βίγλας έπεσε.
Δεν πρόλαβαν όμως να επιτεθούν – σφαίρες πράσινης και γαλανής φωτιάς, βροχή από φλόγες, κεραυνοί, ακτίνες όξινης ενέργειας έπεσαν πάνω τους μαζικά, καθώς ο Έργκοθ απελευθέρωνε το ένα ξόρκι μετά το άλλο.
Το μυαλό του είχε πάρει φωτιά, καθώς συγκεντρωνόταν από το ένα ξόρκι στο επόμενο, σημαδεύοντας τη μία τον κύριο όγκο του στρατεύματος, για να τους αποδιοργανώσει, ενώ την επόμενη σημάδευε όσες δυνάμεις του εχθρού προσπαθούσαν να πλησιάσουν και έπειτα σήκωνε ασπίδες για να προστατευτεί από εχθρικά ξόρκια και βέλη που εκτοξεύονταν προς το μέρος του.
Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο δύσκολη, τα πλευρά του πονούσαν αφόρητα, το καρδιοχτύπι του ακουγόταν σαν κεραυνός στα κουρασμένα του αφτιά, που τώρα είχαν μουδιάσει από τον πόνο. Δεν σκεφτόταν όμως την κατάστασή του. Σκεφτόταν μόνο το πώς θα κρατήσει πίσω τα κύματα των εισβολέων.
Κάτι που δεν κατάφερνε.
Σύντομα, σώματα του στρατού των Λάρκας κατάφεραν να φτάσουν στα όρια του φυλακίου και να σκαρφαλώνουν τους τοίχους, ενεργοποιώντας τα αμυντικά ανάγλυφα που είχαν χαραχτεί στους τοίχους. Παρά τις εκρήξεις, τη φωτιά και το οξύ που διέλυε τα κορμιά των εισβολέων, για κάθε έναν που έπεφτε, άλλοι δύο πετάγονταν για να πάρουν τη θέση του.
Ο Φύλακας εστίασε την προσοχή του εκεί, χτυπώντας τους με όση δύναμη του απέμεινε. Όμως αυτό άφηνε όλο και περισσότερους από τους Λάρκας να πλησιάσουν. Σύντομα οι ορδές τους χτυπούσαν σαν μανιασμένο κύμα τους τοίχους, ανοίγοντας τρύπες που τους άφηναν να περάσουν.
Όμως αυτούς τους ανέλαβαν οι φύλακες που ήταν στο προαύλιο, εκτοξεύοντας τα δικά τους ξόρκια όσο κάλυπταν τους τελευταίους άποικους μέχρι να μπουν στην πύλη.
Ο Έργκοθ προσπάθησε να σηκώσει το βλέμμα και να βρει πώς θα μπορούσε να ανακόψει τα κύματα των εισβολέων, όμως η όρασή του είχε θολώσει. Ήξερε ότι δεν είχε τίποτε άλλο να δώσει.
Όταν πια και ο τελευταίος άποικος μπήκε στην πύλη, έστρεψε την προσοχή του στο προαύλιο, βομβαρδίζοντας τα στίφη του εχθρού που είχαν μαζευτεί στο προαύλιο, αφήνοντας χρόνο στους άλλους φύλακες να υποχωρήσουν στην πύλη.
Όταν αυτοί έφυγαν, ήξερε ότι έπρεπε να ξανασηκώσει την ασπίδα, να εξοντώσει όσους από τους εχθρούς είχαν εισβάλλει στο φυλάκιο και να προσπαθήσει να το κρατήσει για όσο περισσότερο μπορούσε.
Αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να το κρατήσει περισσότερο. Το ένιωθε. Η καρδιά του μετά βίας μπορούσε να χτυπήσει, το μόνο που τον κράταγε όρθιο ήταν τα ξόρκια που χρησιμοποιούσε. Ήδη, με την ελάχιστη όραση που του είχε απομείνει, έβλεπε τα στίφη να ανεβαίνουν τις σκάλες, κατευθυνόμενοι προς το μέρος του.
Το χέρι του πήγε στο πετράδι που έλεγχε την ασπίδα και σε αυτό που άνοιγε την πύλη. Τα έφερε κοντά, καθώς τα πρώτα βέλη και δόρατα των εισβολέων χτύπαγαν δίπλα του. Τράβηξε τη Δίνη και ένιωσε το φράγμα ανάμεσα στους κόσμους να λεπταίνει, η ουλή στην πραγματικότητα να ματώνει.
Συνέχισε να φορτίζει τα δύο πετράδια, τώρα πια τυφλός. Ένιωθε τους εχθρούς να είναι πάρα πολύ κοντά του, σχεδόν να τον αγγίζουν.
Πήρε μία ανάσα, ένιωσε τον αέρα μέσα στα φλεγόμενα πνευμόνια του, ένιωσε τον πόνο να τον παραλύει και απελευθέρωσε τη δύναμη. Η ρωγμή ανάμεσα στους κόσμους άνοιξε με δύναμη, εκτοξεύοντας ένα κύμα καθαρής ενέργειας.
Όσο κι αν είχε θαμπώσει η όρασή του, και όμως είδε τη λάμψη να πετάγεται και να λιώνει τα σώματα των Λάρκας που είχαν εισβάλει στο προαύλιο. Την είδε να πλησιάζει προς το μέρος του, να τον καίει. Και ήξερε ότι το κύμα από την Σήραγγα που είχε μόλις καταστρέψει θα συνέχιζε και πέρα από αυτόν, θα έκαιγε τις ορδές που πολιορκούσαν το φυλάκιό του και θα τους κρατούσε κολλημένους σε αυτόν τον πλανήτη για πολύ καιρό.
Και επιτέλους, τώρα που είχε ολοκληρώσει το καθήκον του, θα αναπαυόταν.