Songstory challenge
Συμμετοχή: Γιώργος Πίτης
Τραγούδι-Έμπνευση: Τι τρελά μου ζητάς
Ερμηνευτής: Διονύσης Σχοινάς
Στίχοι: Φοίβος
Μουσική: Φοίβος
Ο περίεργος δρόμος της αγάπης
-Ξέρεις Κώστα, τελικά η αγάπη είναι πολύ περίεργο πράγμα, είπε η Ανδριάνα κοιτώντας έξω από το μικρό παράθυρο του δωματίου. Ακόμα και τώρα στα τριάντα μου ανακαλύπτω καινούργια πράγματα πάνω στην αγάπη, συνέχισε και χαμογέλασε με αυτό το χαμόγελο που δεν άφηνε τα στραβωμένα απ’ τη φύση τους δόντια να εμφανιστούν. Ο ήλιος του απογεύματος έκανε το μαύρο χρώμα των κοντών απεριποίητων μαλλιών της πιο ανοιχτό. Μπροστά από την ντουλάπα την κοιτούσε χαμογελώντας η κοπέλα της η Ελένη, χωρίς να έχει να πει κάτι γι αυτά που άκουγε, απλά στεκόταν και την κοιτούσε με αυτό το χαμόγελο ευτυχίας.
–Γιατί κάθεται συνέχεια εκεί;, ρώτησε ο Κώστας διακόπτοντας το συλλογισμό της Ανδριάνας.
–Είναι η αγαπημένη της θέση, είπε χαμογελώντας και κοίταξε την κοπέλα της στα μάτια. Άλλωστε και που να σταθεί, ένα κρεβάτι μια ντουλάπα και ένα μικρό γραφείο έχει μόνο το δωμάτιο, συνέχισε. Α, και την καρέκλα που κάθεσαι συνέχεια εσύ, φίλε μου, σκέφτηκε από μέσα της. Όπως πάντα αναρωτήθηκε γιατί ο Κώστας καθόταν απέναντί της και γιατί δεν τον είχε δει ποτέ με φόρμες παρά μόνο με αυτά τα ακριβά πουκάμισα και τα ωραία μαύρα κοστούμια που φορούσε. Της είχε πει κάποτε το λόγο, αλλά τον είχε ξεχάσει και ντρεπόταν να ξαναρωτήσει, παρόλο το θάρρος και την άνεση που είχε σαν άνθρωπος.
-Και για θυμίστε μου, ρε κορίτσια, είπε ο Κώστας με αυτήν την άνετη νεανική φωνή του διακόπτοντας για άλλη μια φορά το συλλογισμό της, πώς γνωριστήκατε και ξεκίνησε όλο αυτό;
-Άσε θα τα πω εγώ, είπε η Ανδριάνα κάνοντας ένα νόημα με το χέρι της στην Ελένη. Κοίταξε ήταν πριν από περίπου τέσσερα χρόνια, είχα πάει κλασσικά σε ένα από τα ροκάδικα που σύχναζα και όπως έπινα την μπύρα μου στο μπαρ, μόνη όπως πάντα, είδα στην πόρτα τα ίσια ξανθά μαλλιά της Ελένης. Μου τράβηξε αμέσως την προσοχή, γιατί οι ξανθιές είναι η αδυναμία μου. Τότε γύρισε και είδα τα γαλάζια μάτια της που με μάγεψαν. Πέρασε σχεδόν μία ώρα και απλά ανταλλάσσαμε βλέμματα. Όταν την είδα να σηκώνεται και να κατευθύνεται στην τουαλέτα πήρα το θάρρος και την ακολούθησα. Άνοιξα την πόρτα και την είδα να κοιτάζεται στον καθρέφτη. Τότε με χαιρέτησε, την πλησίασα, μιλήσαμε για μερικά δευτερόλεπτα καιιι…, η Ανδριάνα φάνηκε να κοκκινίζει λίγο
–Και;, την παρότρυνε ο Κώστας.
–Και τότε την έπιασα και τη φίλησα. Ήταν η πρώτη και όχι η τελευταία φορά που χάθηκα στη μαγεία του φιλιού της. Σου το λέω, φίλε μου, δεν έχω καυλώσει έτσι ξανά με γυναίκα και ας πέρασαν πολλές απ’ το κρεβάτι μου. Τότε ήταν που σκέφτηκα αν στα είκοσι της με κάνει να χάνομαι τι θα γίνει όταν φτάσει τριάντα.
–Και γίνατε ζευγάρι τελικά;, ρώτησε ο Κώστας.
–Ναι, σχεδόν αμέσως. Βλέπεις ήταν αυτή η χημεία μεταξύ μας, συμπληρώναμε η μία την άλλη. Εγώ το θαρραλέο κορίτσι που έμπαινα μπροστά να την προστατέψω αν την πείραζε κάτι και αυτή η γλυκιά γατούλα που με στήριζε όταν ο κόσμος ήταν σκληρός απέναντι στις επιλογές μας. Ήμασταν τέσσερα χρόνια μαζί, μέχρι πριν από τρεις μήνες περίπου που… Γύρισε και κοίταξε την Ελένη, που το χαμόγελό της δεν έλεγε να σβήσει. …ένα βράδυ ήρθε και μου είπε ότι άρχισε να της αρέσει ένας άντρας και ότι ήθελε να χωρίσουμε.
–Και τι έγινε τότε;
-Ε να, εγώ δάκρυσα λίγο, αυτήν μου είπε ότι δε θέλει να με βλέπει να υποφέρω και πονάει όταν με βλέπει να κλαίω. Τότε εγώ της είπα τι τρελά είναι αυτά που μου ζητάς, δε γίνεται να μην με πληγώσεις.
-Και μετά;, ρώτησε πάλι ο Κώστας.
–Μετά άρχισε να κλαίει και αυτή, φίλε μου ήταν από τα άσχημα κλάματα, ξέρεις αυτά με λυγμούς. Ήταν το χειρότερο μου να τη βλέπω να πονάει. Τι να έκανα όμως; Το κατάπια και είπα η ζωή συνεχίζεται, μέχρι που μετά από μια βδομάδα την πέτυχα έξω ένα βράδυ και παρόλο που δε θυμάμαι πως, τα ξαναβρήκαμε.“, είπε χαμογελώντας η Ανδριάνα.
Ο Κώστας έγινε πιο σοβαρός απ’ ότι ήταν τόση ώρα. Έσκυψε λίγο μπροστά στην καρέκλα, έβγαλε τα γυαλιά του και την κοίταξε.
-Δε σου φαίνεται περίεργο που δε θυμάσαι πώς τα ξαναβρήκατε;
Η Ανδριάνα έμεινε σκεπτική για λίγα δευτερόλεπτα.
–Όχι τόσο. Άλλωστε σημασία έχει ότι είμαστε μαζί τώρα.
–Ανδριάνα, θέλω να προσπαθήσεις να θυμηθείς την αλήθεια, είπε με το σοβαρό του ύφος ο Κώστας. Εκείνη τον κοίταξε λίγο ενοχλημένη.
-Ξέρεις κάτι φίλε μου θα προτιμούσα να φύγεις απ’ το σπίτι μου τώρα.
–Φυσικά μπορείς να το λες και σπίτι σου, άλλωστε είσαι εδώ τουλάχιστον τρεις μήνες.
-Μα τι λες; Τέσσερα χρόνια μένω εδώ. Να, ρώτα και την Ελένη.
-Θέλω να κοιτάξεις έξω απ’ το παράθυρο και να μου πεις τι λέει η ζωγραφιά στον τοίχο απέναντι.
Εκείνη τον κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία και σχεδόν αμέσως γύρισε το κεφάλι της στο παράθυρο για να δει τη μεγάλη ζωγραφιά. Μόλις γύρισε το βλέμμα της πίσω στον Κώστα ήταν φανερός ο τρόμος που είχε σχηματιστεί στο πρόσωπό της. Ξαφνικά ένιωσε τα πόδια της να τρέμουν και τα γόνατά της να ακουμπάνε το μωσαϊκό δάπεδο του δωματίου. Στην προσπάθειά της να στρέψει το κεφάλι της προς την Ελένη παρατήρησε ένα καρτελάκι ψυχολόγου στο αριστερό μέρος του πουκαμίσου του Κώστα.
-Δυστυχώς χρειάστηκαν τρεις μήνες εντατικής θεραπείας για να αρχίσεις να θυμάσαι την αλήθεια, της είπε ο Κώστας. Είμαι σίγουρος ότι πλέον μπορείς να θυμηθείς.
Η Ανδριάνα ήταν στα γόνατα όταν άρχισαν να τρέχουν δάκρυα απ’ τα μάτια της. Γύρισε και κοίταξε προς το μέρος της κοπέλας της και τότε είδε κάτι που τη σόκαρε. Η Ελένη δεν ήταν εκεί δίπλα της, αλλά της χαμογελούσε μέσα από μια φωτογραφία κολλημένη στην κρύα μεταλλική ντουλάπα του δωματίου.
Ξαφνικά όλα ξεθόλωσαν. Έκρυψε τα πρόσωπό της μέσα στα χέρια της και ανάμεσα στα κλάματα και τους λυγμούς ακούστηκε μια δυνατή κραυγή πόνου. Στο μυαλό της πλέον όλα ήταν ξεκάθαρα. Θυμήθηκε ότι συναντήθηκε ένα βράδυ με την Ελένη μια εβδομάδα αφού χώρισαν. Η ίδια ήταν αδύναμη καθώς δεν είχε φάει για μέρες, με μάτια πρησμένα απ’ το κλάμα. Όταν την είδε η Ελένη βούρκωσε, της είπε ότι δεν αντέχει να τη βλέπει να είναι πληγωμένη παρόλο που δεν ήθελε να είναι μαζί της πια και θα προτιμούσε να μην τη βλέπει για να μην πονάει. Η Ανδριάνα την αγαπούσε τόσο που για άλλη μια φορά ένιωσε την ανάγκη να την προστατέψει απ’ το να πονάει. Της ήρθε μόνο μία λύση στο μυαλό, αφού δε θα μπορούσε πλέον να τη βλέπει. Έτσι στην τελευταία τους αγκαλιά εκείνο το βράδυ βύθισε ένα μαχαίρι στην καρδιά της.
Ο Κώστας σηκώθηκε και ετοιμάστηκε να φύγει. Καθώς θα ξεκινούσαν μια καινούργια θεραπεία το πρωί. Η Ανδριάνα έμεινε στο πάτωμα σε εμβρυακή στάση μέχρι το επόμενο πρωί, όπου οι ακτίνες του ήλιου φώτισαν τα μεγάλα μαύρα γράμματα της ζωγραφιάς στον απέναντι τοίχο που σχημάτιζαν τις λέξεις «ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΦΥΛΑΚΩΝ».