Songstory challenge
Συμμετοχή: Ίαν Γιαννόπουλος
Τραγούδι-Έμπνευση: Κιβωτός
Ερμηνευτής: Καίτη Γαρμπή
Στίχοι: Φοίβος
Μουσική: Φοίβος
Στο δικό μας παγκάκι
Είναι η ώρα έξι και πέντε. Μόλις μου το είπε ο φίλος μου και πρέπει να τρέξω. Για μια ακόμα φορά είμαι αργοπορημένος και δεν χαίρομαι για αυτό. Δεν θέλω να αργώ στο ραντεβού μου με εκείνη. Είμαι σίγουρος ότι θα είναι ήδη εκεί και θα με περιμένει, όπως κάθε Σάββατο.
Να που είχα δίκιο, εκεί είναι. Την βλέπω και αυτό μου δίνει φτερά στα πόδια ώστε να πετάξω κοντά της. Πλησιάζω. Είναι καθιστή στο παγκάκι. Το δικό μας παγκάκι. Μπορεί να έχει ξεφτίσει λίγο η λαδομπογιά και να φαίνονται ευκρινώς οι γραμμές του ξύλου, οι μαύρες σιδερένιες βάσεις του να έχουν αρχίσει να γκριζάρουν, αλλά δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Είναι το δικό μας παγκάκι. Το σημείο στο οποίο κάθε Σάββατο βρισκόμαστε. Ακόμα και η συντέλεια του κόσμου να έρθει, ακόμα και τα πάντα να γκρεμιστούν γύρω μας, αυτό θα μείνει εκεί, να μας περιμένει. Γιατί είναι το δικό μας παγκάκι. Εκεί είναι χαραγμένα όλα αυτά που έχουμε χαράξει εμείς, πάνω στο ξύλο. Αυτά που φαίνονται στους άλλους, αλλά και αυτά που μπορούμε να δούμε μόνο εμείς.
Φτάνω λοιπόν. Αυτή γυρίζει το βλέμμα της πάνω μου. Προς στιγμήν δυσκολεύομαι να διακρίνω την μορφή της. Μια λάμψη βγαίνει από πάνω της και με τυφλώνει. Είναι τόσες οι μέρες που είχα να τη δω, σαν να ήμουν στο σκοτάδι και να είδα ξαφνικά τον ήλιο. Τα μάτια μου όμως σταδιακά προσαρμόζονται. Ξεχωρίζω πλέον τα κοκκινόξανθα μαλλιά της και τα μεγάλα γαλάζια μάτια της. Με κοιτάει όπως πάντα, γεμάτη αγάπη. Στο στρογγυλό της προσωπάκι έχει αποτυπωθεί όλος ο κόσμος μου. Ένας πανέμορφος κόσμος μακριά από καθετί οδυνηρό.
– Συγγνώμη που άργησα πάλι αγάπη μου. Ειλικρινά δεν κατάλαβα για πότε πέρασε η ώρα», της λέω και κάθομαι αμέσως δίπλα της. Όμως το ξανασκέφτομαι. Σηκώνομαι αμέσως όρθιος. Την κοιτάω. Περιμένω ένα νεύμα αποδοχής, να μου επιτρέψει να καθίσω δίπλα της. Να καθίσω; Δεν μου έχεις θυμώσει. Έτσι δεν είναι; Πες ναι. Σε παρακαλώ, της λέω με την τρεμάμενη φωνή μου να προδίδει την αγωνία που με έχει κυριεύσει.
Γυρίζει και με κοιτάει. Βάζει το χέρι στο στόμα προσπαθώντας να εμποδίσει το γέλιο της να φανεί.
–Κάθισε κάτω χαζούλη μου. Κάθισε δίπλα μου και άσε τα τρελά, μου λέει χαμογελώντας. Μη σπαταλώντας χρόνο, κάθομαι δίπλα της.
Για λίγη ώρα δεν μιλάμε, απλά κοιταζόμαστε. Θα μπορούσα να στέκομαι έτσι, να την κοιτάω, για ώρες, μέρες, μήνες, για πάντα. Είναι ο κόσμος μου. Χάνομαι στο βλέμμα της. Την χαζεύω σαν να είναι ένα σπάνιος πίνακας του οποίου και η τελευταία λεπτομέρεια πρέπει να αποτυπωθεί.
–Πώς είσαι μωράκι μου, πως τα περνάς;, μου λέει, αποφασίζοντας να σπάσει την τόσο βοερή σιωπή που υπάρχει ανάμεσά μας.
–Μια χαρά τα περνάω. Εδώ είναι όλα ήρεμα. Μη νομίζεις ότι βγαίνω και καθόλου. Σχεδόν όλη μέρα μέσα τη βγάζω, με τα παιδιά. Όταν δεν ζωγραφίζουμε, χαζεύουμε στην τηλεόραση ή παίζουμε κανένα επιτραπέζιο για να περνάει η ώρα, της λέω συνεχίζοντας να την κοιτάω κατάματα.
-Μπράβο, χαίρομαι για εσένα. Πολύ χαίρομαι.
-Εσύ; Πες μου τα νέα σου. Πως τα περνάς;, τη ρωτάω περιμένοντας εναγωνίως την απάντησή της.
-Εγώ μωράκι μου είμαι μια χαρά, όπως τα ξέρεις. Μόνο που… λέει, σταματώντας προς στιγμήν, για να συνεχίσει, Να, μόνο που μου λείπεις. Μου λείπεις πολύ.
-Και εμένα μου λείπεις. Μου λείπεις πάρα πολύ. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι ακόμα. Θα φροντίσω να ξεμπερδέψω με όλα και να έρθω μαζί σου το συντομότερο δυνατό. Μην μου στενοχωριέσαι, της λέω προσπαθώντας να την καθησυχάσω.
Δεν θέλω να αφήσω την απόσταση να μας απομακρύνει. Όχι, δεν θα την αφήσω. Το έκανα μια φορά και ακόμα μετανιώνω. Δεν πρόκειται να επαναληφθεί. Ακόμα τη θυμάμαι εκείνη το φορά στο νοσοκομείο. Με κοιτούσε με το προσωπάκι της πληγωμένο. Στο βλέμμα της, αν και είχε χαραχτεί ο πόνος, αποτυπωνόταν η απέραντη αγάπη της. Ακόμα και όταν έγειρε να κοιμηθεί φαινόταν τόσο γαλήνια, τόσο όμορφη. Τότε ήταν που διέπραξα την υπέρτατη ύβρις. Έκανα το λάθος και έφυγα μακριά της. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το έκανα. Οι Ερινύες πάντα θα με κυνηγούν. Ήρθα εδώ και δεν την ξανάδα για μεγάλο διάστημα. Μέχρι που ήρθε αυτή και με βρήκε. Ήρθε να μου φέρει το χρώμα στον ασπρόμαυρο κόσμο που ζούσα. Δεν πρόκειται να την αφήσω να μου φύγει ποτέ ξανά.
Την πιάνω απαλά από τους ώμους και βυθίζομαι στην απέραντη καταγάλανη θάλασσα των ματιών της.
-Αγάπη μου, της λέω, δεν θα σε αφήσω ποτέ ξανά μόνη σου, να το θυμάσαι αυτό. Ότι και αν γίνει στον κόσμο αυτό, ακόμα και αν έρθουν πόλεμοι, σεισμοί, κατακλυσμοί, δεν θα σε αφήσω. Για εμένα είσαι τα πάντα.
Κοιτάζοντάς με, μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με φιλάει γλυκά. Αμέσως κουρνιάζει στην αγκαλιά μου, εναποθέτοντας το πηγούνι της στον ώμο μου. Νιώθω τόσο γεμάτος, τόσο ευτυχισμένος.
-Να ξέρεις, έχω εσένα και δεν φοβάμαι απολύτως τίποτα. Με ένα σου φιλί με γλιτώνεις από καθετί που με ταλαιπωρεί. Είσαι η μόνη σιγουριά μέσα σε αυτό το χάος που υπάρχει γύρω μας. Είσαι και θα είσαι για εμένα πάντα, η κιβωτός μου. Μαζί μπορούμε να ταξιδέψουμε στα πέρατα του κόσμου» λέω πλημμυρισμένος από συναισθήματα χαράς.
Αυτή με σφίγγει όλο και περισσότερο, ενώ τα μεταξένια της μαλλιά χαϊδεύουν απαλά τα χέρια μου που ψηλαφίζουν την πλάτη της.
-Σε αγαπώ τόσο πολύ. Σε αγαπάω τόσο που αν μπορούσες να το δεις, θα τρόμαζες, μου λέει με έκδηλη τη συγκίνηση στα λόγια της.
-Εγώ σε αγαπάω περισσότερο, της απαντώ και συνεχίζω να την κρατώ σφιχτά στα δυο μου χέρια. Τόσο σφιχτά που κανένας δεν θα μπορέσει να μου την πάρει. Τόσο σφιχτά που ούτε η ίδια δεν θα μπορεί να μου φύγει.
Στεκόμαστε και οι δύο έτσι αγκαλιασμένοι και ακίνητοι. Δε μιλάμε. Δε θέλουμε τίποτα να κάνει θόρυβο και να χαλάσει αυτή την υπέροχη στιγμή. Μια στιγμή τόσο εύθραυστη που ακόμα και ο παραμικρός ψίθυρος θα μπορούσε να την ραγίσει. Στεκόμαστε σαν αγάλματα, αρνούμενοι το ενδεχόμενο να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλο.
Ξαφνικά νιώθω ένα άγγιγμα στην πλάτη μου. Αφήνω για λίγο την αγκαλιά της και γυρνάω. Βλέπω τον φίλο μου, που πριν λίγο μου είπε την ώρα. Απορώ με την παρουσία του εκεί, καθώς δεν είχε έρθει μαζί μου. Τον κοιτάζω με το βλέμμα σκυθρωπό.
-Έλα, πάμε, μου λέει δείχνοντάς μου με το χέρι του ένα μονοπάτι. Έλα πάμε, πέρασε η ώρα. Είναι επτά, συνεχίζει.
-Μα δεν μπορώ να φύγω, είμαι με την αγάπη μου εδώ, του λέω και γυρίζω να του την συστήσω. Όμως προς έκπληξή μου δεν είναι πλέον εκεί. Έχει φύγει. Προς στιγμήν σαστίζω. Κοιτάω δεξιά και αριστερά αλλά τίποτα. Σηκώνομαι όρθιος και κοιτάζω ξανά. Δυστυχώς και πάλι δεν την βλέπω πουθενά. Ο φίλος μου με πλησιάζει προσεκτικά και με πιάνει από τον ώμο.
-Έλα, πάμε μέσα να φας το φαγητό σου, να πάρεις τα φάρμακά σου και να ξαπλώσεις. Σε παρακαλώ. Έλα, πάμε, μου λέει σε πολύ ήρεμο τόνο.
-Μα ήταν εδώ πριν λίγο, ξέρεις…, λέω όντας χαμένος και μπερδεμένος, στερούμενος λέξεων που θα μου επέτρεπαν να συνεχίσω την πρότασή μου.
-Κανένας δεν ήταν εδώ φίλε μου. Κανένας απολύτως.
-Όχι δεν γίνεται. Ήταν αυτή εδώ, συνεχίζω, ενώ ταυτόχρονα κοιτάζω γύρω μου μήπως και εντοπίσω κάπου την μορφή της.
-Δυστυχώς, αυτή έχει φύγει εδώ και καιρό. Δεν θυμάσαι; Έχει φύγει πολύ μακριά πλέον και δεν θα ξανάρθει.
-Όχι, δεν έχει φύγει. Ήταν εδώ, όπως είναι κάθε Σάββατο που έρχομαι και καθόμαστε εδώ και μιλάμε. Εδώ, σε αυτό το παγκάκι. Στο δικό μας παγκάκι, του λέω με περίσσεια θάρρους και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής μου, όντας βέβαιος για τα λεγόμενά μου.
Ο φίλος μου με κοιτάει. Κοντοστέκεται και ξεροκαταπίνει προς στιγμήν. Χαμηλώνει λίγο το βλέμμα. Με κοιτάει, με μια λύπη να αποτυπώνεται στο πρόσωπό του. Μου απαντάει πραγματοποιώντας και ένα νεύμα κατάφασης.
-Ναι. Δίκιο έχεις. Μπερδεύτηκα πάλι. Εδώ ήταν και σήμερα, απλά την φώναξαν και έπρεπε να φύγει βιαστικά. Μου είπε να σου μεταφέρω τη συγγνώμη της και να σου πω ότι και το επόμενο Σάββατο θα είναι εδώ, στο παγκάκι σας.
-Α, μα απόρησα, πως γίνεται να έχει φύγει που λες; Μπερδεύτηκες πάλι, αλλά δεν πειράζει, σε συγχωρώ γιατί εδώ μέσα είσαι ο καλύτερός μου φίλος και στους φίλους συγχωρούμε τα λάθη. Αρκεί το επόμενο Σάββατο να μου πεις έγκαιρα την ώρα και να μην καθυστερήσω όπως σήμερα. Δεν θέλω να την ξανακάνω να περιμένει. Εντάξει;, του λέω περιμένοντας μια θετική απάντηση από μέρους του.
-Φυσικά, εντάξει. Σου δίνω το λόγο μου, μου λέει και η σιγουριά του με καθησυχάζει.
-Ναι, εδώ θα είναι. Γιατί είναι η αγάπη μου και αυτό είναι το δικό μας παγκάκι, του λέω γεμάτος χαρά.
Με πιάνει από το χέρι και φεύγουμε μαζί. Γυρνάω ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο παγκάκι, το οποίο έχει μείνει παρέα μόνο με τα σημάδια που εγώ και αυτή χαράξαμε πάνω του. Συνεχίζουμε το δρόμο μας με τον φίλο μου. Μπαίνουμε μέσα. Άλλωστε σε λίγο θα κλείσουν και τα φώτα και θα πρέπει να είμαι στο δωμάτιό μου για να κοιμηθώ και να ξεκουραστώ. Πρέπει να είμαι φρέσκος για την επόμενη φορά που θα την ξαναδώ. Στο αγαπημένο μας σημείο. Στο μέρος που συναντηθήκαμε για πρώτη μας φορά. Στο μέρος που αγαπηθήκαμε. Στο δικό μας παγκάκι.