Νυχτερινές έξοδοι – Νίκος Κατέχης

0
1025

Songstory challenge

Συμμετοχή: Νίκος Κατέχης

Τραγούδι-Έμπνευση: Αμαρτωλή

Ερμηνευτής: Δημήτρης Κόκοτας

Στίχοι: Φοίβος

Μουσική: Φοίβος

 

Νυχτερινές έξοδοι

Γυρνάς σαν αμαρτωλή τα ξημερώματα,
μεθάς και κάνεις ζωή γεμάτη παραπτώματα…

Το μικρότερο από τα δύο δάχτυλα του γερο-χρόνου είχε σταματήσει στην κορυφή του ρολογιού που βρισκόταν κρεμασμένο στον τοίχο του δωματίου της. Ήταν μεσάνυχτα και η Θεοφανία είχε μόλις αποκοιμηθεί κάτω από τα ροζ σκεπάσματα της, απέναντι ακριβώς από μισή ντουζίνα θρησκευτικών εικόνων οι οποίες την νανούριζαν με το αυστηρό τους βλέμμα. Οι γονείς της κοιμόντουσαν επίσης, στο άλλο δωμάτιο του σπιτιού και ως συνήθως, δεν έβγαζαν άχνα.

Απόλυτη ησυχία βασίλευε στο σύμπαν εκείνο το βράδυ, όταν ακούστηκε ένας κρότος από την είσοδο της πολυκατοικίας στην οποία στεγαζόταν το διαμέρισμα της οικογένειας της. Η άτακτη κοπέλα που έμενε κι αυτή στην ίδια πολυκατοικία με την Θεοφανία, είχε βγει έξω για μια ακόμα από τις νυχτερινές της βόλτες. Αρχικά, θα έφτιαχνε το κολλητό της φόρεμα, θα τακτοποιούσε τα σχεδόν σγουρά μαλλιά της και θα έπαιρνε τον δρόμο προς το πάρκο, εκεί όπου άραζαν οι αλήτες της γειτονιάς της. Άτομα με τα οποία η Θεοφανία δεν θα συναναστρεφόταν ποτέ.

Παίρνοντας τον δρόμο προς τα αριστερά, προς την Πάρνηθα, περπατώντας βιαστικά, λες και ήθελε να προλάβει να κάνει τα πάντα προτού χαράξει, ήρθε αντιμέτωπη με τον φαρμακοποιό της γειτονιάς ο οποίος κατέβαζε τα ρολά του μαγαζιού του, έτοιμος να επιστρέψει στο σπίτι του και στην οικογένεια του. Η κοπέλα πρόσεξε ότι ο κύριος Λαυρέντης είχε ακουμπήσει το πορτοφόλι του και τα κλειδιά του σπιτιού του σε ένα τοιχάκι κοντά στο αυτοκίνητο του, έτοιμος να τα πάρει με το που ξεμπέρδευε μ’ αυτό το ρολό. Και η σκέψη η οποία δεν θα περνούσε ποτέ από το μυαλό της Θεοφανίας, είχε φτάσει ήδη στον δικό της εγκέφαλο και είχε λάβει την έγκριση που γύρευε.

Ο κύριος Λαυρέντης είχε μόλις κατεβάσει το ρολό όταν άκουσε μια σειρά από βιαστικά βήματα πίσω από την πλάτη του. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του και διέκρινε την κόρη ενός από τους γείτονες να περπατάει βιαστικά προς τον σταθμό του ηλεκτρικού. Δεν πρόλαβε να τη χαιρετήσει. Πέρασε πίσω του σαν σκιά, σαν αερικό. Δεν θα ανακάλυπτε τον λόγο της βιασύνης της παρά ένα λεπτό αργότερα, όταν θα ετοιμαζόταν να μπει στο αμάξι του και να φύγει για το σπίτι του. Προς το παρόν, απλώς χάρηκε που την είδε, κι ας μην τον είχε χαιρετήσει.

Το κορίτσι, που είχε μόλις κάνει τον εαυτό του πλουσιότερο κατά εξήντα ευρώ, έβγαλε τα χρήματα από την θήκη τους και πέταξε το δερμάτινο πορτοφόλι του φαρμακοποιού μέσα σε έναν κάδο σκουπιδιών. Ύστερα έχωσε τα χαρτονομίσματα μέσα στο σουτιέν της και συνέχισε την διαδρομή της προς το πάρκο των αμαρτωλών. Εκεί βρήκε τους φίλους της. Δεν ήταν, βέβαια, πραγματικοί της φίλοι. Εκείνη δεν είχε φίλους, παρά μόνο άτομα τα οποία εκμεταλλευόταν τις νύχτες.

«Ήρθε η Τεό» αναφώνησε ένα από τα αγόρια μόλις διέκρινε την σιλουέτα της μέσα στο σκοτάδι. Κάθονταν όλοι σε ένα παγκάκι, στο κέντρο του πάρκου, κάτω από ένα φανάρι με μια λάμπα που φαινόταν έτοιμη να καεί.

«Στρίψτε μου ένα τσιγάρο» φώναξε εκείνη, κατευθυνόμενη προς το παγκάκι που λύγιζε κάτω από το βάρος τεσσάρων, αγορίστικων οπισθίων.

«Σού το έχω ήδη έτοιμο» έκανε ο Μικέλ, το αγόρι με το οποίο φιλιόταν περιστασιακά η Τεό και τής το σήκωσε ψηλά για να το δει. Ήταν ένα αγόρι ψηλό, λιγνό και δυνατό. Ένας έφηβος γόης που όλες ήθελαν αλλά καμία δεν είχε. «Αλλά για να το πάρεις πρέπει να μου τον παίξεις».

«Άσε τις μαλακίες και δώσε μου να καπνίσω» γρύλισε εκείνη και έπεσε πάνω του για να τού τ’ αρπάξει. Ο Μικέλ προσπάθησε να τ’ απομακρύνει περισσότερο, μα εκείνη του έριξε μια αγκωνιά στην κοιλιά και του το άρπαξε μέσα απ’ το χέρι. Ύστερα το έβαλε ανάμεσα από τα βαμμένα με μαύρο κραγιόν χείλη της και ζήτησε φωτιά από τον Τζίμμυ, το αγόρι που καθόταν δίπλα της. Η πρώτη τζούρα δεν της άφησε παρά μόνο μια άσχημη γεύση στο λαρύγγι. Από την δεύτερη και μετά άρχισε να χαλαρώνει. Η Θεοφανία ποτέ δεν θα κάπνιζε. Ήταν, όπως και οι γονείς της, φανατική αντικαπνίστρια. Αλλά η Τεό δεν ήταν η Θεοφανία και ούτε θα γινόταν ποτέ σαν και δαύτη.

«Θα πάμε να πιούμε κάνα ξύδι;» ρώτησε ένα από τα υπόλοιπα αγόρια της παρέας και άπαντες συμφώνησαν αμέσως. Φυσικά, η Τεό δεν θα έμενε απ’ έξω. Το ποτό ήταν κάτι που στερούταν όλο το πρωί και κάτι που αναζητούσε κάθε βράδυ, εδώ και χρόνια.

Σηκώθηκαν από το παγκάκι τους και κατευθύνθηκαν, σχεδόν χορεύοντας από την ζαλάδα μέχρι το κοντινότερο μπαράκι του οποίου ήταν ιδιοκτήτης ένας άντρας από το Πακιστάν, ο οποίος τους συμπαθούσε αρκετά και τους άφηνε να πίνουν παρά το νεαρό της ηλικίας τους. Κατευθυνόμενοι, όμως, προς εκεί, πέρασαν μπροστά από μια πολυκατοικία η θέα της οποίας έκανε την Τεό να σταματήσει και να σφίξει τα σαγόνια της. Οι υπόλοιποι που συνέχισαν να προχωρούν για μερικά μέτρα ακόμα, νομίζοντας ότι το κορίτσι ήθελε να πάρει μιαν ανάσα πριν συνεχίσει, σταμάτησαν και γύρισαν να δουν τι τής είχε συμβεί.

«Σε ποια οδό βρισκόμαστε;» ρώτησε εκείνη, με βαριά φωνή. Βρισκόταν σταματημένη στην μέση του δρόμου και κοιτούσε την είσοδο της πολυκατοικίας, σαν να ήθελε να διακρίνει τον αριθμό της.

«Στην Αγίου Γερασίμου. Γιατί;». Ήταν ο Τζίμμυ που είχε απαντήσει, αλλά ούτε που το αντιλήφθηκε εκείνη.

«Όπως το φαντάστηκα» είπε και ύστερα χώθηκε ανάμεσα σε δύο αμάξια, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και έπιασε ένα βαρύ μηχανάκι που ήταν παρκαρισμένο εκεί, δεμένο πάνω στον κορμό ενός σκληρού δέντρου. Αφού σχεδόν κρεμάστηκε πάνω του, το έριξε κάτω, σπάζοντας τον καθρέφτη του και κάποια άλλα μέρη που δεν ήξερε την ονομασία τους. Ύστερα στάθηκε όρθια, σκούπισε το φόρεμα της και άρχισε να τρέχει.

«Είναι το μηχανάκι του μαλάκα του Κώστα. Εκείνος μου ράγισε την καρδιά κι εγώ του έσπασα τον καθρέφτη. Δίκαιο δεν είναι;». Και ύστερα ξέσπασε σε υστερικά γέλια.

Αν τα έβλεπε όλα αυτά η Θεοφανία κατά πάσα πιθανότητα θα σοκάρονταν και θα έχανε την λαλιά της. Εκείνη δεν είχε ποτέ της αγόρι, αν και σίγουρα είχε πληγωθεί από μερικά που την απέρριψαν. Παρ’ όλα αυτά, ούτε που θα σκεφτόταν ποτέ να βλάψει την περιουσία κάποιου απ’ αυτούς που την πλήγωσαν. Έτσι όπως ήταν κατά του καπνίσματος ήταν και κατά της εκδίκησης. Το εντελώς αντίθετο του κοριτσιού που λεγόταν Τεό, δηλαδή.

Αφού πήγαν στο μπαράκι και ήπιαν περισσότερο από όσο άντεχε ο οργανισμός τους, επέστρεψαν στα σπίτια τους. Η Τεό κοιμήθηκε μαζί με τον Μικέλ μέχρι που το μικρό δάχτυλο του γερο-χρόνου έδειξε πέντε και οι πρώτες αχτίδες του ηλίου άρχισαν να μπαίνουν μέσα από τις γρίλιες του ρολού του παραθύρου. Εκείνη τη στιγμή, τινάχτηκε από το κρεβάτι του Μικέλ, πάνω στο οποίο είχε αποκοιμηθεί και βγήκε σαν αλαφιασμένη από το δωμάτιο του. Ύστερα άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε πέντε – πέντε τα σκαλιά μέχρι την έξοδο της πολυκατοικίας του. Με το φεγγάρι χαμένο κάπου που δεν έφτανε το βλέμμα της, άρχισε να τρέχει με κατεύθυνση προς το σπίτι της. Δεν έπρεπε να αργήσει να γυρίσει γιατί ειδάλλως θα είχε μεγάλο πρόβλημα. Ενδεχομένως και να μην μπορούσε να ξαναβγεί ποτέ την νύχτα. Ή και να μην ζούσε καν για να δει το επόμενο φεγγάρι. Το πρόβλημα της ήταν πολύ περίπλοκο για να μπορεί να εξηγηθεί μέσα σε λίγες σελίδες σαν αυτές.

Με το φόρεμα της να έχει σηκωθεί αρκετά ψηλά και τα πόδια της να είναι πιο χλωμά από ποτέ, η Τεό, το άτακτο κορίτσι της πολυκατοικίας ανέβηκε τα σκαλιά και μπήκε μέσα, σκοντάφτοντας πάνω στο χοντρό χαλί της υποδοχής. Βρίσκοντας την ισορροπία της ξανά, διέσχισε τρέχοντας τον διάδρομο και έστριψε προς τα δεξιά, προς το σπίτι της συμμαζεμένης γειτόνισσας της. Άνοιξε την πόρτα, χωρίς να κάνει φασαρία και γλίστρησε προς το δωμάτιο της Θεοφανίας. Ανοίγοντας την πόρτα, συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει πάνω στην ώρα. Η Θεοφανία είχε τινάξει τα σκεπάσματα από πάνω της και στριφογύριζε στο κρεβάτι, αδιαμφισβήτητο σημάδι ότι έσπαγε το φράγμα των ονείρων και επανερχόταν στον πραγματικό κόσμο, περνώντας μέσα από την πύλη της ονειροφαντασίας. Θα ξυπνούσε.

Η Τεό, βλαστημώντας σε μια γλώσσα που δεν ήξερε κανένας άνθρωπος εκτός απ’ αυτούς που έχουν ταξιδέψει στην άλλη πλευρά, πήδηξε πάνω της και εισχώρησε στο σώμα της, τρυπώνοντας μέσα από κάθε πόρο του δέρματος της. Ένα λεπτό αργότερα, η Θεοφανία ξύπνησε. Η Τεό, το άλτερ έγκο της, θα παρέμενε κοιμισμένη μέχρι να νύχτωνε ξανά και ν’ αποκοιμιόταν η Θεοφανία. Και τότε θα ζούσε αυτά που εκείνη απέφευγε να ζήσει. Αυτά που τής κέντριζαν το ενδιαφέρον, μα την τρόμαζαν εξίσου αρκετά για να ρισκάρει να τα κάνει. Θα κάπνιζε, θα έκλεβε, θα βανδάλιζε, θα έπινε και θα φιλούσε τ’ αγόρια που στην πρωινή της ζωή δεν θα κατάφερνε ποτέ να προσεγγίσει. Θα γυρνούσε σαν αμαρτωλή τα ξημερώματα, πίνοντας και κάνοντας παραπτώματα, αλλά δεν θα το έκανε ακριβώς εκείνη και έτσι οι τύψεις δεν θα την βασάνιζαν ποτέ.

Αν σου άρεσε η ιστορία, ψήφισέ την εδώ.